τετρακοσίων

τετρακοσίων
τετρακόσιοι
four hundred
fem gen pl
τετρακόσιοι
four hundred
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • ανδρών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εφέσιος συγγραφέας (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε σύγγραμμα για τους Επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας με τον τίτλο Τρίπους. 2. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν πατέρας του Ανδροτίωνα και μέλος της κυβέρνησης των… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

  • πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… …   Dictionary of Greek

  • πεμπτός — ή, ό / πεμπτός, ή, όν, ΝΑ [πέμπω] σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τετρακοσαριά — η, Ν (πάντοτε με τη λέξη καμιά) άθροισμα περίπου τετρακοσίων («ήταν καμιά τετρακοσαριά άτομα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακόσ ια + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά, σαραντ αριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”